- ταχυτόκος
- τᾰχῠ-τόκος, ον,A quickly bringing forth. Arist.Pr.891b25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυτόκος — ον, Α αυτός που γεννάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεο τόκος] … Dictionary of Greek
ταχυτόκα — ταχυτόκος quickly bringing forth. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek